τουρκαλάς

τουρκαλάς
ο, θηλ. τουρκάλα, Ν
1. ψηλός, μεγαλόσωμος Τούρκος
2. άξεστος, αμόρφωτος Τούρκος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < Τούρκος + κατάλ. -αλάς (πρβλ. κρεμαντ-αλάς)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”